-
1 крыло
-ά, πλθ. крылья-ьев κ. παλ. -έ, крыл, крылом ουδ.1. φτερό, πτερό, φτερούγα, πτέρυγα•орёл распустил свои крылья ο αετός άνοιξε τις φτερούγες του•
крылья бабочки τα φτερά της πεταλούδας•
махать крыльями χτυπώ τα φτερά, φτερουγίζω•
крыло автомобиля το φτερό αυτοκινήτου (προφυλακτήρας από τη λάσπη)•
крыло самолёта η πτέρυγα του αεροπλάνου.
2. πτερύγιο έλικα, ανεμόμυλου.3. πλευρά αλιευτικού διχτιού.4. πτέρυγα στρατ. τμήματος (σε διάταξη μάχης).5. πτέρυγα οικοδομής.6. πτέρυγα (κόμματος, οργάνωσης κ.τ.τ.)• левое крыло буржуазных партий η αριστερή πτέρυγα των αστικών κομμάτων.εκφρ.- лья носа – τα πτερύγια της μύτης•опустить -лья – παρακμάζω, κόβονται τα φτερά μου•подрезать (обрезать, подсечь) -лья кому – κόβω τη φόρα κάποιου, κόβω το βήχα (στερώ των δυνατοτήτων, της δραστηριότητας)•расправить -лья – απλώνω τα φτερά αναπτύσσω όλη τη δραστηριότητα. -
2 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
3 крыло
1. тех. το πτερύγιο, το φτερό, η πτέρυγα 2. (у птиц, насекомых и т.п.) το φτερό, τοπτερόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крыло
-
4 крыло
крыло с 1) το φτερό, η φτερούγα, η πτέρυγα 2) полит. η παράταξη* * *с1) το φτερό, η φτερούγα, η πτέρυγα2) полит. η παράταξη -
5 крыло
крылос в разн. знач. τό φτερό[ν], ἡ πτέρυγα [-υξ], ἡ φτεροῦγα:\крыло автомобиля (самолета) τό φτερό τοῦ αὐτοκινήτου (τό ἀεροπλάνου)· \крыло ветряной мельницы τό φτερό ἀνεμομύλου· \крыло здания ἡ πτέρυγα οίκοδομής· махать крыльями φτερουγίζω· расправить крылья а) ἀνοίγω τά φτερά, б) перен ἀναπτερώνομαι· ◊ подрезать крылья кому́-л. κόβω τά φτερά κάποιου, τοῦ ψαλιδίζω τά φτερά. -
6 бок
1. (проекция обводов судна на диаметральную плоскость, на теоретическом чертеже) η διαμήκης όψη 2. горн. η πτέρυγα 3. (сторона) η πλευρά, το πλάγιο μέρος 4. (часть туловища) το πλευρό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бок
-
7 вертолёт
το ελικόπτεροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вертолёт
-
8 гидрокрыло
η υδατοπτέρυγα, η βυθισμένη πτέρυγα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидрокрыло
-
9 гондола
1. ав. το ατρακτίδιο 2. (летательного аппарата) το καλάθι, η γόνδολα (ξεν.) 3. (венецианская лодка) η γόνδολα, η βενετσιάνικη λέμβος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гондола
-
10 марш
1. (лестничный) η πτέρυγα (της κλίμακας/σκάλας)το τμήμα της σκάλας μεταξύ δύο πλατύσκαλων2. муз. το εμβατήριο, το μαρς (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > марш
-
11 отделение
1. (разделение) о διαχωρισμός 2. (отгороженная часть помещения) о χώρος, το διαμέρισμα, το χώρισμαпомповое - мор. см. насосное -3. (часть предприятия, учреждения) το τμήμα, το παράρτημα, (филиал) το υποκατάστημαпочтовое - το ταχυδρομείο, το ταχυδρομικό γραφείο4. муз. το μέρος 5. мед. η πτέρυγαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отделение
-
12 проход
1. (часть операции) η διαδρομή, η βόλτα (ξεν.)- в корне шва первый (св.) πρώτη - στη ρίζα της ραφήςперекрывающий (св.) - της υπερκάλυψηςпоследний - (св.) τελική -чистовой - лес. η τελική κοπή2. (место, по которому можно пройти) η διάβαση 3. (пролёт) η πτέρυγα, ο διάδρομος 4. (мед., анат.) о πόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проход
-
13 руль
1. ав. το πηδάλι/ο, το τιμόνιгазовый (ркт.) το πτερύγιο ελέγχου2. (авто) το τιμόνι 3. мор. το πηδάλι/ο, το τιμόνιперо - я мор. πτερό/πτέρυγα - ουподшипник - я мор. τριβέας του - ουпятка - я мор. αρσενικό βελόνι του - ουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > руль
-
14 флигель
флигельм ἡ πτέρυγα -
15 флигель
[φλίγιαλ'] ουσ α πτέρυγα -
16 левый
επ.1. αριστερός•левый глаз αριστερό μάτι•
-ая рука αριστερό χέρι.
2. ριζοσπαστικός•-ая партия αριστερό κόμμα•
-ое крыло профсоюзов αριστερή πτέρυγα των συνδικάτων.
ουσ. αριστερός•в парламент избрано 25 -ых στη Βουλή εκλέχτηκαν 25 αριστεροί.
|| ψευτοαριστερός.εκφρ.- ая сторона – η ανάποδη υφάσματος. -
17 плоскость
-и θ.1. ομαλότητα (επιφάνειας).(μαθ.) το επίπεδο.2. (γεν. πλθ. -έβ) μτφ. τομέας, σφαίρα, πεδίο•плоскость науки ο τομέας της επιστήμης.
3. πτέρυγα αεροπλάνου.4. παλ. το άχαρες, το άνοστο, το άνάλατο, η σαχλότητα (για αστείο, παρατήρηση). -
18 примкнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. примкнушый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.1. πλησιάζω, ζυγώνω• προσεγγίζω•примкнуть доски προσεγγίζω τις σανίδες•
правый фланг армии -ул к лесу η δεξιά πτέρυγα του στρατού πλησίασε στο δάσος.
2. προσχωρώ, περνώ με το μέρος•он -ул к моим противникам αυτός προσχώρησε στους αντιπάλους μου.
εκφρ.примкнуть штык – βάζω εφ όπλου λόγχη. -
19 флигель
-я, πλθ. -я κ. -и α. πτέρυγα κτιρίου. || παράρτημα κτιρίου.
См. также в других словарях:
πτέρυγα — πτέρυγα, η και φτερούγα, η 1. φτερό πουλιών. 2. ό,τι μοιάζει με φτερό: Πτέρυγα του αεροπλάνου. 3. το άκρο της παράταξης στρατού, στόλου, αρμάτων κτλ., αλλ. κέρας. 4. θέση των βουλευτών στη Βουλή: Η πτέρυγα της αντιπολίτευσης. 5. τα πλαϊνά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ … Dictionary of Greek
πτέρυγα — πτέρυξ wing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέρυγ' — πτέρυγα , πτέρυξ wing fem acc sg πτέρυγι , πτέρυξ wing fem dat sg πτέρυγε , πτέρυξ wing fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hellenic Air Force — Infobox Military Unit unit name= Hellenic Air Force Πολεμική Αεροπορία caption= Hellenic Air Force Emblem start date= 1930 as a separate service, [ [http://www.haf.gr/en/history/history/history 5.asp Hellenic Air Force/History] ] Army Aviation… … Wikipedia
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
Structure of the Hellenic Air Force — Organization= The Hellenic Air Force is overseen by the Hellenic Ministry of National Defence, whose current head is minister Vangelis Meimarakis. Combat operations are overseen by the Chief of Operations of the Supreme Air Force Council. Support … Wikipedia
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek